ἐλάτα

ἐλάτα
ἐλάτᾱ , ἐλάτη
silver fir
fem nom/voc/acc dual
ἐλάτᾱ , ἐλάτη
silver fir
fem nom/voc sg (doric aeolic)
ἐλάτᾱ , ἐλάτης
masc nom/voc/acc dual
ἐλάτης
masc voc sg
ἐλάτᾱ , ἐλάτης
masc gen sg (doric aeolic)
ἐλάτης
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐλατά — ἐλατός ductile neut nom/voc/acc pl ἐλατά̱ , ἐλατός ductile fem nom/voc/acc dual ἐλατά̱ , ἐλατός ductile fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάτᾳ — ἐλάται , ἐλάτη silver fir fem nom/voc pl ἐλάτᾱͅ , ἐλάτη silver fir fem dat sg (doric aeolic) ἐλάται , ἐλάτης masc nom/voc pl ἐλάτᾱͅ , ἐλάτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελάτα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 308 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου …   Dictionary of Greek

  • ἐλάτας — ἐλάτᾱς , ἐλάτη silver fir fem acc pl ἐλάτᾱς , ἐλάτη silver fir fem gen sg (doric aeolic) ἐλάτᾱς , ἐλάτης masc acc pl ἐλάτᾱς , ἐλάτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάταν — ἐλάτᾱν , ἐλάτη silver fir fem acc sg (doric aeolic) ἐλάτᾱν , ἐλάτης masc acc sg (epic doric aeolic) ἐλάτης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βερίτης, Γεώργιος — (Ελάτα Χίου 1915 – Αγία Παρασκευή Αττικής 1948).Φιλολογικό ψευδώνυμο του θεολόγου, ποιητή και διηγηματογράφου Αλεξάνδρου Ι.Γκιάλα. Έργα του ήταν οι συλλογές Η ωδή του αγαπητού, Στις πηγές των υδάτων, Όταν ανθίζουν κρίνα και Με την αυγή, που… …   Dictionary of Greek

  • ἐλατάς — ἐλατά̱ς , ἐλατός ductile fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”